καθηστο

καθηστο
    καθῆστο
    3 л. sing. impf. к κάθημαι См. καθημαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καθηστο" в других словарях:

  • καθῆστο — κάθημαι to be seated plup ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθῆσθ' — καθῆστο , κάθημαι to be seated plup ind mid 3rd sg καθῆσθε , κάθημαι to be seated plup ind mid 2nd pl καθῆσθαι , κάθημαι to be seated perf inf mid καθῆσθα , καθίημι let fall aor subj act 2nd sg (epic) καθῆσθα , καθίημι let fall aor subj act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»